αστικός

αστικός
-ή, -ό
επίρρ.
1. αυτός που ανήκει στο άστυ ή ζει σ' αυτό (αντίθ. αγροτικός): Ο αστικός πληθυσμός της χώρας μας αυξήθηκε τα τελευταία χρόνια και ο αγροτικός μειώθηκε.
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους αστούς ως κοινωνική τάξη: Η αστική τάξη πήρε την εξουσία στη Γαλλία με την επανάσταση του 1789.
3. «αστικό δίκαιο», αυτό που ρυθμίζει τις μεταξύ τους σχέσεις στα φυσικά ή νομικά πρόσωπα· «αστική κατάσταση», αυτή που δείχνει μεταβολές της θέσης του ατόμου αναφορικά προς την οικογένεια και την κοινωνία (γάμος, γέννηση παιδιού, θάνατος κτλ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀστικός — of a city masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστικός — ή, ό (AM ἀστικός, ή, όν) όποιος ανήκει ή αναφέρεται στο άστυ, στην πόλη νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αστική τάξη αρχ. 1. εκείνος που αγαπά τη ζωή της πόλης 2. ο καλλιεργημένος, ο πολιτισμένος 3. ως ουσ. ο αστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < άστ υ… …   Dictionary of Greek

  • ἀστικά — ἀστικός of a city neut nom/voc/acc pl ἀστικά̱ , ἀστικός of a city fem nom/voc/acc dual ἀστικά̱ , ἀστικός of a city fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… …   Dictionary of Greek

  • ἀστικῶν — ἀστικός of a city fem gen pl ἀστικός of a city masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστικόν — ἀστικός of a city masc acc sg ἀστικός of a city neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ναπολεόντειος Κώδικας — Αστικός κώδικας που δημοσιεύτηκε στη Γαλλία το 1804. θεωρείται το σημαντικότερο νομοθετικό έργο του Ναπολέοντα και αποτελείται από 2.281 άρθρα. Διαιρείται σε τρία μέρη: στο δίκαιο των προσώπων, στο δίκαιο του αντικειμένου και των ειδών της… …   Dictionary of Greek

  • ἀστικαῖς — ἀστικός of a city fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστικαί — ἀστικός of a city fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστικοῖς — ἀστικός of a city masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”